- βρωμάτων
- βρω̱μάτων , βρῶμαthat which is eatenneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
брашьно — БРАШЬН|О (427), А с. 1.Пища, еда: Простѣишааго въ всемь ишти. и въ брашьнѣ и въ одежди. Изб 1076, 30 об.; варламъ... пребысть же на мѣ||стѣ томь сѣд˫а... ни брашьна же въкоуша˫а ни въ одежю облечесѩ. ЖФП XII, 34в г; рече ст҃ыи николаѥ имаши ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
брашьньныи — (3*) пр. к брашьно в 1 знач. и к брашьна: ˫Ако не подобаѥть въноутрь цр҃квьныихъ обложении. кърчьмьниць. или брашьньны˫а образы прѣдълагати. или ина прода˫аниѩ творити. (διὰ βρωμάτων) КЕ XII, 63б; брашьньноѥ средн. в роли с.: Въздержаисѩ вездѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
παράθεση — παράθεσις, ἡ, ΜΑ [παρατίθημι] 1. η τοποθέτηση δύο ή περισσότερων πραγμάτων κοντά κοντά 2. παραβολή, σύγκριση 3. (σχετικά με φαγητά) προσφορά, σερβίρισμα (α. «παράθεση γεύματος» β. «ἔδωκεν ἐν αὐταῑς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων», ΠΔ) 4.… … Dictionary of Greek
συγκάττυσις — ύσεως, ἡ, Α [συγκαττύω] 1. συρραφή, μπάλωμα 2. προετοιμασία, παρασκευή («συγκάττυσίς βρωμάτων», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
φορυτός — ὁ, ΜΑ σκουπίδια, σκύβαλα, που τά μεταφέρει ο άνεμος αρχ. 1. ξερά χορτάρια με τα οποία προστάτευαν από σπάσιμο τα πήλινα αγγεία («δός μοι φορυτόν, ἵν αὐτὸν ἐνδήσας φέρω», Αριστοφ.) 2. φρ. «βρωμάτων φορυτός» φαγητό με πολλά ανακατεμένα υλικά… … Dictionary of Greek